ζυμωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζυμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυμώνω
Μετοχή επεξεργασία
ζυμωμένος, -η, -ο
- που έχει ζυμωθεί
- (μεταφορικά) που έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στις αντιξοότητες της ζωής
ζυμωμένος, -η, -ο