Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυμωμένος η ζυμωμένη το ζυμωμένο
      γενική του ζυμωμένου της ζυμωμένης του ζυμωμένου
    αιτιατική τον ζυμωμένο τη ζυμωμένη το ζυμωμένο
     κλητική ζυμωμένε ζυμωμένη ζυμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυμωμένοι οι ζυμωμένες τα ζυμωμένα
      γενική των ζυμωμένων των ζυμωμένων των ζυμωμένων
    αιτιατική τους ζυμωμένους τις ζυμωμένες τα ζυμωμένα
     κλητική ζυμωμένοι ζυμωμένες ζυμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζυμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυμώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ζυμωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ζυμωθεί
  2. (μεταφορικά) που έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στις αντιξοότητες της ζωής

  Μεταφράσεις επεξεργασία