knead
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | knead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kneads |
αόριστος | kneaded |
παθητική μετοχή | kneaded |
ενεργητική μετοχή | kneading |
Ρήμα
επεξεργασίαknead (en)
- ζυμώνω, πλάθω, ανακατεύω κι ομογενοποιώ το ζυμάρι (όχι χημική ζύμωση με μικροοργανισμούς)
- ⮡ Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
- Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.
- ⮡ Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
- μαλάσσω, κάνω μασάζ