ενεστώτας knead
γ΄ ενικό ενεστώτα kneads
αόριστος kneaded
παθητική μετοχή kneaded
ενεργητική μετοχή kneading

knead (en)

  1. ζυμώνω, πλάθω, ανακατεύω κι ομογενοποιώ το ζυμάρι (όχι χημική ζύμωση με μικροοργανισμούς)
    ⮡  Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.
  2. μαλάσσω, κάνω μασάζ