Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλάσσω

μαλάσσω, αόρ.: μάλαξα, παθ.φωνή: μαλάσσομαι, π.αόρ.: μαλάχτηκα, μτχ.π.π.: μαλαγμένος

  1. μαλάζω, κάνω μασάζ σε κάποιον, εντριβή, τον γυμνάζω, του κάνω ή κάνω στον ευατό μου μαλάξεις
    Η άσκηση αυτή μαλάσσει τα εσωτερικά όργανα και τονώνει όλο το πεπτικό
  2. του μαλακώνω την καρδιά
  3. (μεσαιωνική έννοια) τρίβω, μαλάζω όπως και σήμερα, αλλά και επεξεργάζομαι αντικείμενο ή και μια σκέψη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μαλακός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλάσσω < μαλακός + jω

μαλάσσω

  1. μαλακώνω
  2. καταπραϋνω
  3. (παθητικό) καταπραϋνομαι, γίνομαι μαλακός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία