μαλάκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλάκωμα < μαλακώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαλάκωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- το αποτέλεσμα αλλά και η ενέργεια του ρήματος μαλακώνω (για ουσιαστικά αφηρημένα και μη), το να καθίσταται κάτι ή κάποιος πιο μαλακός ή πιο ήπιος
- μαλάκωμα υλικών (π.χ. του πλαστικού, της ζύμης), ζωντανών ιστών (π.χ. όζου)
- μαλάκωμα της στάσης που τηρούν κάποιοι καά περίπτωση ισχυροί