Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαλάκωμα τα μαλακώματα
      γενική του μαλακώματος των μαλακωμάτων
    αιτιατική το μαλάκωμα τα μαλακώματα
     κλητική μαλάκωμα μαλακώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλάκωμα < μαλακώ(νω) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαλάκωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

μαλάκωμα υλικών (π.χ. του πλαστικού, της ζύμης), ζωντανών ιστών (π.χ. όζου)
μαλάκωμα της στάσης που τηρούν κάποιοι καά περίπτωση ισχυροί

  Μεταφράσεις επεξεργασία