μαλακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλακώνω < → λείπει η ετυμολογία
παθ. φωνή μαλακώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. μαλακωμένος.
Ρήμα
επεξεργασίαμαλακώνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο μαλακό ή πιο απαλό
- βούτηξε το παξιμάδι του στο γάλα για να το μαλακώσει
- τι βάζεις στα μαλλιά σου μετά το σαμπουάν για να τα μαλακώσεις;
- (μεταβατικό) κάνω κάποιν ή κάτι πιο ήπιο
- μίλα του γλυκά, μπας και τον μαλακώσεις
- αυτό το φάρμακο θα μαλακώσει τον πόνο σου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαλακώνω | μαλάκωνα | θα μαλακώνω | να μαλακώνω | μαλακώνοντας | |
β' ενικ. | μαλακώνεις | μαλάκωνες | θα μαλακώνεις | να μαλακώνεις | μαλάκωνε | |
γ' ενικ. | μαλακώνει | μαλάκωνε | θα μαλακώνει | να μαλακώνει | ||
α' πληθ. | μαλακώνουμε | μαλακώναμε | θα μαλακώνουμε | να μαλακώνουμε | ||
β' πληθ. | μαλακώνετε | μαλακώνατε | θα μαλακώνετε | να μαλακώνετε | μαλακώνετε | |
γ' πληθ. | μαλακώνουν(ε) | μαλάκωναν μαλακώναν(ε) |
θα μαλακώνουν(ε) | να μαλακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαλάκωσα | θα μαλακώσω | να μαλακώσω | μαλακώσει | ||
β' ενικ. | μαλάκωσες | θα μαλακώσεις | να μαλακώσεις | μαλάκωσε | ||
γ' ενικ. | μαλάκωσε | θα μαλακώσει | να μαλακώσει | |||
α' πληθ. | μαλακώσαμε | θα μαλακώσουμε | να μαλακώσουμε | |||
β' πληθ. | μαλακώσατε | θα μαλακώσετε | να μαλακώσετε | μαλακώστε | ||
γ' πληθ. | μαλάκωσαν μαλακώσαν(ε) |
θα μαλακώσουν(ε) | να μαλακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαλακώσει | είχα μαλακώσει | θα έχω μαλακώσει | να έχω μαλακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαλακώσει | είχες μαλακώσει | θα έχεις μαλακώσει | να έχεις μαλακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαλακώσει | είχε μαλακώσει | θα έχει μαλακώσει | να έχει μαλακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαλακώσει | είχαμε μαλακώσει | θα έχουμε μαλακώσει | να έχουμε μαλακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαλακώσει | είχατε μαλακώσει | θα έχετε μαλακώσει | να έχετε μαλακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαλακώσει | είχαν μαλακώσει | θα έχουν μαλακώσει | να έχουν μαλακώσει |
|