Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακώνω < λείπει η ετυμολογία

παθ. φωνή μαλακώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. μαλακωμένος.

  Ρήμα επεξεργασία

μαλακώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο μαλακό ή πιο απαλό
    βούτηξε το παξιμάδι του στο γάλα για να το μαλακώσει
    τι βάζεις στα μαλλιά σου μετά το σαμπουάν για να τα μαλακώσεις;
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιν ή κάτι πιο ήπιο
    μίλα του γλυκά, μπας και τον μαλακώσεις
    αυτό το φάρμακο θα μαλακώσει τον πόνο σου
    • (αμετάβατο) γίνομαι λιγότερο έντονος, πιο ήπιος
      έπαψε ο βοριάς και ο καιρός κάπως μαλάκωσε
      με τα φάρμακα ο πόνος κάπως μαλάκωσε, αλλά δεν έφυγε τελείως

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία