Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαλακωμένος η μαλακωμένη το μαλακωμένο
      γενική του μαλακωμένου της μαλακωμένης του μαλακωμένου
    αιτιατική τον μαλακωμένο τη μαλακωμένη το μαλακωμένο
     κλητική μαλακωμένε μαλακωμένη μαλακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαλακωμένοι οι μαλακωμένες τα μαλακωμένα
      γενική των μαλακωμένων των μαλακωμένων των μαλακωμένων
    αιτιατική τους μαλακωμένους τις μαλακωμένες τα μαλακωμένα
     κλητική μαλακωμένοι μαλακωμένες μαλακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαλακώνω

  Μετοχή επεξεργασία

μαλακωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία