ήπιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ήπιος | η | ήπια | το | ήπιο |
γενική | του | ήπιου | της | ήπιας | του | ήπιου |
αιτιατική | τον | ήπιο | την | ήπια | το | ήπιο |
κλητική | ήπιε | ήπια | ήπιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ήπιοι | οι | ήπιες | τα | ήπια |
γενική | των | ήπιων | των | ήπιων | των | ήπιων |
αιτιατική | τους | ήπιους | τις | ήπιες | τα | ήπια |
κλητική | ήπιοι | ήπιες | ήπια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ήπιος < αρχαία ελληνική ἤπιος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαήπιος, -α, -ο
- που δεν χαρακτηρίζεται από ή δεν προκαλεί πολύ έντονες ή ακραίες αντιδράσεις
- ήπιος άνθρωπος
- ήπια μέτρα (όχι σκληρά)
- ήπιος αυτισμός
- που δεν έχει ένα (αρνητικό) χαρακτηριστικό σε υψηλό βαθμό
- ήπιος χειμώνας (που δεν χαρακτηρίζεται από πολύ κρύο και δεν έχει ακραία καιρικά φαινόμενα)