Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό modéré modérés
θηλυκό modérée modérées

  Επίθετο επεξεργασία

modéré (fr)

  1. (για ανθρώπους) μετρημένος, μετριοπαθής· που αποφεύγει τις ακρότητες και τις υπερβολές
  2. (για πράξεις, συναισθήματα, ενέργειες) που δεν χαρακτηρίζεται από ακρότητα και υπερβολή
  3. που βρίσκεται στο μέσο

Συγγενικά επεξεργασία