μαλακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαλακώνω
Ρήμα
επεξεργασίαμαλακώνομαι
- (για κρεατικά και ψαρικά) μένω σε θερμοκρασία δωματίου και μαλακώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαλακώνομαι | μαλακωνόμουν(α) | θα μαλακώνομαι | να μαλακώνομαι | ||
β' ενικ. | μαλακώνεσαι | μαλακωνόσουν(α) | θα μαλακώνεσαι | να μαλακώνεσαι | (μαλακώνου) | |
γ' ενικ. | μαλακώνεται | μαλακωνόταν(ε) | θα μαλακώνεται | να μαλακώνεται | ||
α' πληθ. | μαλακωνόμαστε | μαλακωνόμαστε μαλακωνόμασταν |
θα μαλακωνόμαστε | να μαλακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μαλακώνεστε | μαλακωνόσαστε μαλακωνόσασταν |
θα μαλακώνεστε | να μαλακώνεστε | (μαλακώνεστε) | |
γ' πληθ. | μαλακώνονται | μαλακώνονταν μαλακωνόντουσαν |
θα μαλακώνονται | να μαλακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαλακώθηκα | θα μαλακωθώ | να μαλακωθώ | μαλακωθεί | ||
β' ενικ. | μαλακώθηκες | θα μαλακωθείς | να μαλακωθείς | μαλακώσου | ||
γ' ενικ. | μαλακώθηκε | θα μαλακωθεί | να μαλακωθεί | |||
α' πληθ. | μαλακωθήκαμε | θα μαλακωθούμε | να μαλακωθούμε | |||
β' πληθ. | μαλακωθήκατε | θα μαλακωθείτε | να μαλακωθείτε | μαλακωθείτε | ||
γ' πληθ. | μαλακώθηκαν μαλακωθήκαν(ε) |
θα μαλακωθούν(ε) | να μαλακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαλακωθεί | είχα μαλακωθεί | θα έχω μαλακωθεί | να έχω μαλακωθεί | μαλακωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαλακωθεί | είχες μαλακωθεί | θα έχεις μαλακωθεί | να έχεις μαλακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαλακωθεί | είχε μαλακωθεί | θα έχει μαλακωθεί | να έχει μαλακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαλακωθεί | είχαμε μαλακωθεί | θα έχουμε μαλακωθεί | να έχουμε μαλακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαλακωθεί | είχατε μαλακωθεί | θα έχετε μαλακωθεί | να έχετε μαλακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαλακωθεί | είχαν μαλακωθεί | θα έχουν μαλακωθεί | να έχουν μαλακωθεί |