Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαλακώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μαλακώνομαι

  • (για κρεατικά και ψαρικά) μένω σε θερμοκρασία δωματίου και μαλακώνω

Κλίση επεξεργασία