ramollir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαramollir (fr) (μεταβατικό)
- μαλακώνω
- être ramolli - τις έχω χάσει
- il est complètement ramolli
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠαθητική μετοχή
επεξεργασία- Χρησιμοποιείται συνήθως στην έκφραση un ramolli: ένα πρόσωπο που πάσχει από έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών (βλέπε ελληνική ραμολί)