όζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όζος | οι | όζοι |
γενική | του | όζου | των | όζων |
αιτιατική | τον | όζο | τους | όζους |
κλητική | όζε | όζοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όζος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄζος (κλάδος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόζος αρσενικό
- (λόγιο) ρόζος
- (ιατρική) τοπική διόγκωση ή υπερπλασία οργάνου
- ↪ κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό οι όζοι του θυρεοειδούς είναι καλοήθεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία όζος
|