υπερπλασία
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερπλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperplasie < hyper- (αρχαία ελληνική ὑπέρ) + πλάσις (πλάσιμο) + -ie (-ία) [1]
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.peɾ.plaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐πλα‐σί‐α
Ουσιαστικό Επεξεργασία
υπερπλασία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική αύξηση του αριθμού των κυττάρων ενός ιστός, των μυϊκών ινών
Μεταφράσεις Επεξεργασία
υπερπλασία
Επεξεργασία
- ↑ υπερπλασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.