Δείτε επίσης: όζος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το όζον
      γενική του όζοντος
    αιτιατική το όζον
     κλητική όζον
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

όζον < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γερμανική Οzon < αρχαία ελληνική ὄζον, ουδέτερο του ὄζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὄζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όζον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία