οζονοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οζονοθεραπεία < όζον + θεραπεία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozonetherapy
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοζονοθεραπεία αρσενικό
- (ιατρική) (νεολογισμός) θεραπεία με τη χρήση όζοντος, που αποσκοπεί να αυξήσει την ποσότητα οξυγόνου στο σώμα / αίμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οζονοθεραπεία