μαλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλακτικός < αρχαία ελληνική μαλακτικός
Επίθετο
επεξεργασίαμαλακτικός
- που μαλακώνει (κάνει πιο μαλακό)
- μαλακτική κρέμα για τα μαλλιά
- που μαλακώνει τον λαιμό και το πεπτικό σύστημα και καταπραΰνει τον πόνο, τον βήχα, που λειτουργεί ως αποχρεμπτικό, βλεννολυτικό κλπ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία η κρέμα
το αποχρεμπτικό