μαλακτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτρο του επιθέτου μαλακτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαλακτικό ουδέτερο
- υγρό που προστίθεται στο πλύσιμο ή εφαρμόζεται μετά το λούσιμο για να είναι πιο μαλακά τα ρούχα ή τα μαλλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαλακτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαλακτικό
- αιτιατική ενικού του μαλακτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μαλακτικός