Ετυμολογία

επεξεργασία
conditioner < condition + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conditioner conditioners

conditioner (en)

  1. κάτι που βελτιώνει
    πχ air conditioner
  2. (κοσμετολογία) το μαλακτικό, η λοσιόν για τα μαλλιά
     συνώνυμα: hair conditioner
  3. γυμναστής, προπονητής