ενικός         πληθυντικός  
air conditioner air conditioners

  Ετυμολογία

επεξεργασία
air conditioner < → δείτε τις λέξεις air και conditioner

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

air conditioner (en)

  • το κλιματιστικό, το αιρκοντίσιον
    ⮡  The humidity of the space will be reduced greatly with the air conditioner.
    Η υγρασία του χώρου θα μειωθεί πολύ με το κλιματιστικό.

Συγγενικά

επεξεργασία