air conditioning
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- air conditioning < → δείτε τις λέξεις air και conditioning
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαair conditioning (en) (μη μετρήσιμο)
- ο κλιματισμός
- ↪ The car/the apartment has air conditioning.
- Το αυτοκίνητο/το διαμέρισμα έχει κλιματισμό.
- ↪ The air conditioning broke/doesn’t work.
- Χάλασε/δε λειτουργεί ο κλιματισμός.
- ↪ The car/the apartment has air conditioning.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- air conditioning στην αγγλική Βικιπαίδεια