Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλιματισμός οι κλιματισμοί
      γενική του κλιματισμού των κλιματισμών
    αιτιατική τον κλιματισμό τους κλιματισμούς
     κλητική κλιματισμέ κλιματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιματισμός < κλιματίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική climatisation[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλιματισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία