κλιματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλιματισμός < κλιματίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική climatisation[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλιματισμός αρσενικό
- ένα σύνολο τεχνικών μέσων που αποσκοπούν στη διατήρηση μιας σταθερής θερμοκρασίας και υγρομετρίας μέσα σε έναν κλειστό χώρο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλιματισμός
- ↑ κλιματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας