κλιματιστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλιματιστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλιματιστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλιματιστικό αρσενικό
- ηλεκτρική συσκευή που ρυθμίζει τη θερμοκρασία, τη σύσταση και την κυκλοφορία του αέρα σε ένα δωμάτιο ή όχημα
- ⮡ Έσκασα! Άνοιξε το κλιματιστικό!
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλιματιστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακλιματιστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του κλιματιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κλιματιστικός