Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλιματιστικό τα κλιματιστικά
      γενική του κλιματιστικού των κλιματιστικών
    αιτιατική το κλιματιστικό τα κλιματιστικά
     κλητική κλιματιστικό κλιματιστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
οικιακό κλιματιστικό σε τοίχο

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιματιστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλιματιστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλιματιστικό αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κλιματιστικό