Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιματιστικός η κλιματιστική το κλιματιστικό
      γενική του κλιματιστικού της κλιματιστικής του κλιματιστικού
    αιτιατική τον κλιματιστικό την κλιματιστική το κλιματιστικό
     κλητική κλιματιστικέ κλιματιστική κλιματιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιματιστικοί οι κλιματιστικές τα κλιματιστικά
      γενική των κλιματιστικών των κλιματιστικών των κλιματιστικών
    αιτιατική τους κλιματιστικούς τις κλιματιστικές τα κλιματιστικά
     κλητική κλιματιστικοί κλιματιστικές κλιματιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιματιστικός < κλιματισμός + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

κλιματιστικός

  1. που έχει σχέση με τον κλιματισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κλιματιστικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία