κλιματιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλιματιστικός < κλιματισμός + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίακλιματιστικός
- που έχει σχέση με τον κλιματισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) κλιματιστικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κλιματισμός και κλίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλιματιστικός