κλίμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλίμα | τα | κλίματα |
γενική | του | κλίματος | των | κλιμάτων |
αιτιατική | το | κλίμα | τα | κλίματα |
κλητική | κλίμα | κλίματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλίμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλίμα
- (νεότερες έννοιες) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική climat < λατινική clima < ελληνιστική κοινή κλίμα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλί‐μα
- ομόηχο: κλήμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλίμα ουδέτερο
- (μετεωρολογία) το σύνολο των καιρικών και μετεωρολογικών φαινομένων και συνθηκών που επικρατούν και μεταβάλλονται σε μια περιοχή για ένα χρονικό διάστημα
- ⮡ τροπικό / ερημικό / μεσογειακό / ψυχρό / υγρό κλίμα
- (συνεκδοχικά) η περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες
- ⮡ Στα θερμά κλίματα ο κίνδυνος της λειψυδρίας είναι μεγάλος.
- (μεταφορικά) το σύνολο των ψυχολογικών / ηθικών συνθηκών που επικρατούν σε ένα χώρο δράσης
- ⮡ Η προσωπικότητα του διευθυντή έχει επηρεάσει θετικά το κλίμα στην εταιρεία.
- ※ Η ταχεία φθορά του κυβερνώντος κόμματος, που μετά την επάνοδό του στην εξουσία φάνηκε να ακολουθεί μια «χαμηλή πτήση» και μια μάλλον «άνευρη πολιτική», αναμενόμενη ή όχι μέσα σε ένα κλίμα ανοικτών πια αμφισβητήσεων και εντεινόμενης «διαδοχολογίας» αλλά και των προβλημάτων της υγείας του (πρωθυπουργού) (Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος: 1828-1997, Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 1997, σελ. 276)# (θρησκεία) μια μεγάλη περιφέρεια με αυτόνομη διοίκηση
- ⮡ Η Κρήτη ανήκει στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κλίμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλίμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κλίμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κλῐματ- | |||||
ονομαστική | τὸ | κλίμᾰ | τὰ | κλίμᾰτᾰ | |
γενική | τοῦ | κλίμᾰτος | τῶν | κλιμᾰ́των | |
δοτική | τῷ | κλίμᾰτῐ | τοῖς | κλίμᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | κλίμᾰ | τὰ | κλίμᾰτᾰ | |
κλητική ὦ! | κλίμᾰ | κλίμᾰτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλίμᾰτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κλιμᾰ́τοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακλίμα: πιθανόν, θέμα με βραχύ γιώτα ῐ [1] < από το θέμα του κλίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλίμα ουδέτερο (και κλῖμα)
- κατωφέρεια
- γεωγραφική θέση, τόπος, περιοχή
- (ειδικότερα) εκκλησιαστική διοικητική περιφέρεια
- κλίμα, καιρικές συνθήκες
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κλίμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλίμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.