Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλιματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλιματικ
ός
η
κλιματικ
ή
το
κλιματικ
ό
γενική
του
κλιματικ
ού
της
κλιματικ
ής
του
κλιματικ
ού
αιτιατική
τον
κλιματικ
ό
την
κλιματικ
ή
το
κλιματικ
ό
κλητική
κλιματικ
έ
κλιματικ
ή
κλιματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλιματικ
οί
οι
κλιματικ
ές
τα
κλιματικ
ά
γενική
των
κλιματικ
ών
των
κλιματικ
ών
των
κλιματικ
ών
αιτιατική
τους
κλιματικ
ούς
τις
κλιματικ
ές
τα
κλιματικ
ά
κλητική
κλιματικ
οί
κλιματικ
ές
κλιματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλιματικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
κλιματικός, -ή, -ό
σχετικός με το
κλίμα
Συγγενικά
επεξεργασία
κλίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλιματικός
γαλλικά
:
climatique
(fr)
ισπανικά
:
climático
(es)
πολωνικά
:
klimatyczny
(pl)