Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκλιματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εγκλιματίζω

εγκλιματίζομαι, πρτ.: εγκλιματιζόμουν, στ.μέλλ.: θα εγκλιματιστώ, αόρ.: εγκλιματίστηκα, μτχ.π.π.: εγκλιματισμένος

  1. (για οργανισμό) προσαρμόζομαι σε ένα νέο περιβάλλον με διαφορετικό κλίμα
  2. (μεταφορικά) εξοικειώνομαι και προσαρμόζομαι σε ένα νέο για μένα περιβάλλον με άλλες συνήθειες, απαιτήσεις κ.λπ


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία