εγκλιματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκλιματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εγκλιματίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεγκλιματίζομαι, πρτ.: εγκλιματιζόμουν, στ.μέλλ.: θα εγκλιματιστώ, αόρ.: εγκλιματίστηκα, μτχ.π.π.: εγκλιματισμένος
- (για οργανισμό) προσαρμόζομαι σε ένα νέο περιβάλλον με διαφορετικό κλίμα
- (μεταφορικά) εξοικειώνομαι και προσαρμόζομαι σε ένα νέο για μένα περιβάλλον με άλλες συνήθειες, απαιτήσεις κ.λπ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγκλιματίζομαι