εγκλιματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκλιματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκλιματίζω
Μετοχή
επεξεργασίαεγκλιματισμένος, -η, -ο
- που έχει εγκλιματιστεί, που έχει προσαρμοστεί τέλεια σε ένα νέο περιβάλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκλιματισμένος
|