↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκλιματισμένος η εγκλιματισμένη το εγκλιματισμένο
      γενική του εγκλιματισμένου της εγκλιματισμένης του εγκλιματισμένου
    αιτιατική τον εγκλιματισμένο την εγκλιματισμένη το εγκλιματισμένο
     κλητική εγκλιματισμένε εγκλιματισμένη εγκλιματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκλιματισμένοι οι εγκλιματισμένες τα εγκλιματισμένα
      γενική των εγκλιματισμένων των εγκλιματισμένων των εγκλιματισμένων
    αιτιατική τους εγκλιματισμένους τις εγκλιματισμένες τα εγκλιματισμένα
     κλητική εγκλιματισμένοι εγκλιματισμένες εγκλιματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκλιματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκλιματίζω

εγκλιματισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία