εγκλιματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκλιματισμός < εγκλιματίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγκλιματισμός αρσενικό
- (βιολογία) η διαδικασία προσαρμογής ενός έμβιου οργανισμού σε ένα νέο περιβάλλον
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκλιματισμός
|