κλῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κλῆμᾰ | τὰ | κλήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | κλήμᾰτος | τῶν | κλημᾰ́των |
δοτική | τῷ | κλήμᾰτῐ | τοῖς | κλήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κλῆμᾰ | τὰ | κλήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | κλῆμᾰ | κλήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κλημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλῆμα ουδέτερο
- κλωνάρι, κλαδί
- βλαστάρι
- κλήμα
- (ελληνιστική σημασία) ραβδί (ως σύμβολο εξουσίας ρωμαίου εκατόνταρχου)
- → δείτε λατινικά : vitis (la)
- ※ καὶ τὸ κλῆμα πρῶτον, ᾧ κολάζουσιν ἑκατοντάρχαι τοὺς πληγῶν δεομένους, ἐπαράμενος τοῖς ἐπιφερομένοις ἐβόα καὶ διεκελεύετο φείδεσθαι τοῦ αὐτοκράτορος. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Γάλβας, 26)
- (ελληνιστική σημασία , σπάνιο) υπόδημα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κλῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.