υπόδημα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpo.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐δη‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπόδημα ουδέτερο
- (υπόδηση, λόγιο) παπούτσι
- (κατʼ επέκταση) οτιδήποτε φοριέται στο πόδι (κάτω μέρος) για κάλυψη και προστασία του
Επεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
όπως:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπόδημα
Επεξεργασία
- ↑ λόγιο διαχρονικό δάνειο κατά το: «υπόδημα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΣτΕ: Αντίθετα, Ο Γεώργιος Παπαναστασίου (2010, Katharevousa@academia, σελ.230.υποσημείωση) διαφωνεί με την άποψη του Ευάγγελου Πετρούνια (που συνέταξε τις ετυμολογίες στο Λεξικό «Τριανταφυλλίδη») ότι είναι λόγιο διαχρονικό δάνειο, θεωρώντας το κληρονομημένη λέξη. - ↑ «ὑπόδημαν» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.