Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποδηματοποιείο τα υποδηματοποιεία
      γενική του υποδηματοποιείου των υποδηματοποιείων
    αιτιατική το υποδηματοποιείο τα υποδηματοποιεία
     κλητική υποδηματοποιείο υποδηματοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
υποδηματοποιείο στην Ουκρανία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδηματοποιείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑποδηματοποιεῖον, υποδηματο(ποιός) + -ποιείο < → δείτε τη λέξη υπόδημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.ði.ma.to.piˈi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δη‐μα‐το‐ποι‐εί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποδηματοποιείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη υπόδημα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία