↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαρουχάδικο τα τσαρουχάδικα
      γενική του τσαρουχάδικου των τσαρουχάδικων
    αιτιατική το τσαρουχάδικο τα τσαρουχάδικα
     κλητική τσαρουχάδικο τσαρουχάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαρουχάδικο < τσαρουχάδικο < τσαρουχάς < τσαρούχι + -άδικο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαρουχάδικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία