τσαρουχάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαρουχάδικο < τσαρουχάδικο < τσαρουχάς < τσαρούχι + -άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαρουχάδικο ουδέτερο
- το εργαστήριο του τσαρουχά, το μέρος όπου κατασκευάζονται τα τσαρούχια
- Τότε αναγκάστηκε να κλείσει το τσαρουχάδικο του.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαρουχάδικο
|