Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαρουχάδικο τα τσαρουχάδικα
      γενική του τσαρουχάδικου των τσαρουχάδικων
    αιτιατική το τσαρουχάδικο τα τσαρουχάδικα
     κλητική τσαρουχάδικο τσαρουχάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαρουχάδικο < τσαρουχάδικο < τσαρουχάς < τσαρούχι + -άδικο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαρουχάδικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία