υποδηματοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποδηματοποιός < αρχαία ελληνική ὑποδηματοποιός
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υποδηματοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής υποδημάτων, ο παπουτσής, ο τσαγκάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποδηματοποιός
|