πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαγκάρης οι τσαγκάρηδες
      γενική του τσαγκάρη των τσαγκάρηδων
    αιτιατική τον τσαγκάρη τους τσαγκάρηδες
     κλητική τσαγκάρη τσαγκάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σύρος τσαγκάρης

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. τζαγκάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. είδος μαλακού περσικού παπουτσιού· τσαγκάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας