τσαγκαρσούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαγκαρσούλι | τα | τσαγκαρσούλια |
γενική | του | τσαγκαρσουλιού | των | τσαγκαρσουλιών |
αιτιατική | το | τσαγκαρσούλι | τα | τσαγκαρσούλια |
κλητική | τσαγκαρσούλι | τσαγκαρσούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσαγκαρσούλι < αρωμουνική tsãngãrsuli[1], πληθυντικός αριθμός του tsãngãrsulã[2] < tsãngar (< τσαγκάρης) + sulã
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tsaŋ.ɟarˈsu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐γκαρ‐σού‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαγκαρσούλι ουδέτερο
- (εργαλείο, παρωχημένο) μυτερό εργαλείο με το οποίο ο τσαγκάρης άνοιγε τρύπες στο δέρμα των παπουτσιών κατά τη διαδικασία κατασκευής ή επιδιόρθωσης παπουτσιών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Τσαγκαρσούλης
- → δείτε τη λέξη τσαγκάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαγκαρσούλι
- ↑ tsãngãrsulã - Cunia, Tiberiu (2008) Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Λεξικό της αρωμουνικής γλώσσας) αρωμουνικά, με μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρουμανικά, έκδοση:2010. Στο DiXi online από το 2014
- ↑ Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 545, λήμμα τσανγγαρσούλα.