Τσαγκαρσούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσαγκαρσούλης < αρωμουνική tsãngãrsuli, πληθυντικός αριθμός του tsãngãrsulã < tsãngar (< τσαγκάρης) + sulã
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσαγκαρσούλης αρσενικό (θηλυκό Τσαγκαρσούλη)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τσαγκαρσούλι
- → δείτε τη λέξη τσαγκάρης