sulã
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sulã < δημώδης λατινική *subla < λατινική subula < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sūdʰlā < *sū- + *-dʰlā, συγγενές με το (λατινικά) suo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsulã θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- sulã - Cunia, Tiberiu (2008) Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Λεξικό της αρωμουνικής γλώσσας) αρωμουνικά, με μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρουμανικά, έκδοση:2010. Στο DiXi online από το 2014