Ετυμολογία

επεξεργασία
suo < λατινική suus

  Επίθετο

επεξεργασία
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό suo sui
θηλυκό sua sue

suo (it) αρσενικό (θηλυκό sua)


suo

  1. ράβω
  2. συρράπτω