σουβλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουβλί | τα | σουβλιά |
γενική | του | σουβλιού | των | σουβλιών |
αιτιατική | το | σουβλί | τα | σουβλιά |
κλητική | σουβλί | σουβλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σουβλί < μεσαιωνική ελληνική σουβλί[1] / σουβλίν[2] / σουβλίον[2], υποκοριστικό του σούβλα < λατινική subula
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suˈvli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐βλί
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουβλί ουδέτερο
- υποκοριστικό του σούβλα
- (εργαλείο) αιχμηρό εργαλείο με το οποίο χαράσσεται μια γραμμή από μικρές τρύπες για ξυλουργικές εργασίες ή γενικότερα ανοίγονται τρύπες (από υποδηματοποιούς κ.ά.) σε δέρματα κ.λπ.
- ※ Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σουβλί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σουβλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 σουβλίον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)