↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροζιασμένος η ροζιασμένη το ροζιασμένο
      γενική του ροζιασμένου της ροζιασμένης του ροζιασμένου
    αιτιατική τον ροζιασμένο τη ροζιασμένη το ροζιασμένο
     κλητική ροζιασμένε ροζιασμένη ροζιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροζιασμένοι οι ροζιασμένες τα ροζιασμένα
      γενική των ροζιασμένων των ροζιασμένων των ροζιασμένων
    αιτιατική τους ροζιασμένους τις ροζιασμένες τα ροζιασμένα
     κλητική ροζιασμένοι ροζιασμένες ροζιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροζιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ροζιάζω

ροζιασμένος, -η, -ο

  • με ρόζους (π.χ. από την ηλικία ή τη σκληρή δουλειά)
    ※  Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία