ροζιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾoˈzʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐ζιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαροζιάζω, αόρ.: ρόζιασα, μτχ.π.π.: ροζιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ροζάζω (με αποβολή του ημιφώνου)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ρόζος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ροζιάζω | ρόζιαζα | θα ροζιάζω | να ροζιάζω | ροζιάζοντας | |
β' ενικ. | ροζιάζεις | ρόζιαζες | θα ροζιάζεις | να ροζιάζεις | ρόζιαζε | |
γ' ενικ. | ροζιάζει | ρόζιαζε | θα ροζιάζει | να ροζιάζει | ||
α' πληθ. | ροζιάζουμε | ροζιάζαμε | θα ροζιάζουμε | να ροζιάζουμε | ||
β' πληθ. | ροζιάζετε | ροζιάζατε | θα ροζιάζετε | να ροζιάζετε | ροζιάζετε | |
γ' πληθ. | ροζιάζουν(ε) | ρόζιαζαν ροζιάζαν(ε) |
θα ροζιάζουν(ε) | να ροζιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρόζιασα | θα ροζιάσω | να ροζιάσω | ροζιάσει | ||
β' ενικ. | ρόζιασες | θα ροζιάσεις | να ροζιάσεις | ρόζιασε | ||
γ' ενικ. | ρόζιασε | θα ροζιάσει | να ροζιάσει | |||
α' πληθ. | ροζιάσαμε | θα ροζιάσουμε | να ροζιάσουμε | |||
β' πληθ. | ροζιάσατε | θα ροζιάσετε | να ροζιάσετε | ροζιάστε | ||
γ' πληθ. | ρόζιασαν ροζιάσαν(ε) |
θα ροζιάσουν(ε) | να ροζιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ροζιάσει | είχα ροζιάσει | θα έχω ροζιάσει | να έχω ροζιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ροζιάσει | είχες ροζιάσει | θα έχεις ροζιάσει | να έχεις ροζιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ροζιάσει | είχε ροζιάσει | θα έχει ροζιάσει | να έχει ροζιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ροζιάσει | είχαμε ροζιάσει | θα έχουμε ροζιάσει | να έχουμε ροζιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ροζιάσει | είχατε ροζιάσει | θα έχετε ροζιάσει | να έχετε ροζιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ροζιάσει | είχαν ροζιάσει | θα έχουν ροζιάσει | να έχουν ροζιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ροζιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας