Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροζιάζω < ρόζ(ος) + -ιάζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈzʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐ζιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ροζιάζω, αόρ.: ρόζιασα, μτχ.π.π.: ροζιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • βγάζω ρόζους
    ρόζιασαν τα χέρια του απ' το τσαπί και απ' το θέρισμα
    τα παλιά ξύλα ροζιάζουν

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ρόζος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία