κερωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κερώνω
Μετοχή επεξεργασία
κερωμένος, -η, -ο
- αλειμμένος με κερί (ώστε να γίνει ενδεχομένως αδιάβροχος, στιλβωμένος ή στιλπνός)
- (μεταφορικά) χλομός (από ντροπή ή φόβο)