Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερωμένος η κερωμένη το κερωμένο
      γενική του κερωμένου της κερωμένης του κερωμένου
    αιτιατική τον κερωμένο την κερωμένη το κερωμένο
     κλητική κερωμένε κερωμένη κερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερωμένοι οι κερωμένες τα κερωμένα
      γενική των κερωμένων των κερωμένων των κερωμένων
    αιτιατική τους κερωμένους τις κερωμένες τα κερωμένα
     κλητική κερωμένοι κερωμένες κερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κερώνω

  Μετοχή επεξεργασία

κερωμένος, -η, -ο

  1. αλειμμένος με κερί (ώστε να γίνει ενδεχομένως αδιάβροχος, στιλβωμένος ή στιλπνός)
    Όταν αγοράζουμε λεμόνια, αποφεύγουμε τα κερωμένα (τα οποία κατά κανόνα είναι εισαγόμενα). Είναι προτιμότερο να διαλέγουμε ακέρωτους καρπούς και μάλιστα βιολογικής γεωργίας. (*)
     αντώνυμα: ακέρωτος
  2. (μεταφορικά) χλομός (από ντροπή ή φόβο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία