κερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κερώνω
Μετοχή
επεξεργασίακερωμένος, -η, -ο
- αλειμμένος με κερί (ώστε να γίνει ενδεχομένως αδιάβροχος, στιλβωμένος ή στιλπνός)
- Όταν αγοράζουμε λεμόνια, αποφεύγουμε τα κερωμένα (τα οποία κατά κανόνα είναι εισαγόμενα). Είναι προτιμότερο να διαλέγουμε ακέρωτους καρπούς και μάλιστα βιολογικής γεωργίας. (*)
- ※ Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
- ≠ αντώνυμα: ακέρωτος
- (μεταφορικά) χλομός (από ντροπή ή φόβο)