Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλειμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλειμμέν
ος
η
αλειμμέν
η
το
αλειμμέν
ο
γενική
του
αλειμμέν
ου
της
αλειμμέν
ης
του
αλειμμέν
ου
αιτιατική
τον
αλειμμέν
ο
την
αλειμμέν
η
το
αλειμμέν
ο
κλητική
αλειμμέν
ε
αλειμμέν
η
αλειμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλειμμέν
οι
οι
αλειμμέν
ες
τα
αλειμμέν
α
γενική
των
αλειμμέν
ων
των
αλειμμέν
ων
των
αλειμμέν
ων
αιτιατική
τους
αλειμμέν
ους
τις
αλειμμέν
ες
τα
αλειμμέν
α
κλητική
αλειμμέν
οι
αλειμμέν
ες
αλειμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλειμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αλείφω
Μετοχή
επεξεργασία
αλειμμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αλείφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλειμμένος