↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλειμμένος η αλειμμένη το αλειμμένο
      γενική του αλειμμένου της αλειμμένης του αλειμμένου
    αιτιατική τον αλειμμένο την αλειμμένη το αλειμμένο
     κλητική αλειμμένε αλειμμένη αλειμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλειμμένοι οι αλειμμένες τα αλειμμένα
      γενική των αλειμμένων των αλειμμένων των αλειμμένων
    αιτιατική τους αλειμμένους τις αλειμμένες τα αλειμμένα
     κλητική αλειμμένοι αλειμμένες αλειμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλειμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλείφω

αλειμμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αλείφω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία