αδιάβροχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιάβροχος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιάβροχος < ἀ- (στερητικό) + διά + βροχή
Επίθετο
επεξεργασίααδιάβροχος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιάβροχος
αδιάβροχος, -η, -ο