↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάβροχος η αδιάβροχη το αδιάβροχο
      γενική του αδιάβροχου της αδιάβροχης του αδιάβροχου
    αιτιατική τον αδιάβροχο την αδιάβροχη το αδιάβροχο
     κλητική αδιάβροχε αδιάβροχη αδιάβροχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάβροχοι οι αδιάβροχες τα αδιάβροχα
      γενική των αδιάβροχων των αδιάβροχων των αδιάβροχων
    αιτιατική τους αδιάβροχους τις αδιάβροχες τα αδιάβροχα
     κλητική αδιάβροχοι αδιάβροχες αδιάβροχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιάβροχος < (ελληνιστική κοινήἀδιάβροχος < ἀ- (στερητικό) + διά + βροχή

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιάβροχος, -η, -ο

  1. που δεν τον διαπερνάει η βροχή, το νερό
  2. το ουδέτερο ως ουσιαστικό: → δείτε τη λέξη  το αδιάβροχο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία