αδιαβροχοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδιαβροχοποίηση | οι | αδιαβροχοποιήσεις |
γενική | της | αδιαβροχοποίησης* | των | αδιαβροχοποιήσεων |
αιτιατική | την | αδιαβροχοποίηση | τις | αδιαβροχοποιήσεις |
κλητική | αδιαβροχοποίηση | αδιαβροχοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αδιαβροχοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αδιαβροχοποίηση < αδιαβροχοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδιαβροχοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αδιαβροχοποιώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιαβροχοποίηση