Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιαβροχοποιώ < α- (στερητικό) + διά + βρέχω + ποιώ

αδιαβροχοποιώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία