αδιαβροχοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααδιαβροχοποιώ
- κάνω κάτι αδιαπέραστο από το νερό (αδιάβροχο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδιαβροχοποιώ | αδιαβροχοποιούσα | θα αδιαβροχοποιώ | να αδιαβροχοποιώ | αδιαβροχοποιώντας | |
β' ενικ. | αδιαβροχοποιείς | αδιαβροχοποιούσες | θα αδιαβροχοποιείς | να αδιαβροχοποιείς | (αδιαβροχοποίει) | |
γ' ενικ. | αδιαβροχοποιεί | αδιαβροχοποιούσε | θα αδιαβροχοποιεί | να αδιαβροχοποιεί | ||
α' πληθ. | αδιαβροχοποιούμε | αδιαβροχοποιούσαμε | θα αδιαβροχοποιούμε | να αδιαβροχοποιούμε | ||
β' πληθ. | αδιαβροχοποιείτε | αδιαβροχοποιούσατε | θα αδιαβροχοποιείτε | να αδιαβροχοποιείτε | αδιαβροχοποιείτε | |
γ' πληθ. | αδιαβροχοποιούν(ε) | αδιαβροχοποιούσαν(ε) | θα αδιαβροχοποιούν(ε) | να αδιαβροχοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδιαβροχοποίησα | θα αδιαβροχοποιήσω | να αδιαβροχοποιήσω | αδιαβροχοποιήσει | ||
β' ενικ. | αδιαβροχοποίησες | θα αδιαβροχοποιήσεις | να αδιαβροχοποιήσεις | αδιαβροχοποίησε | ||
γ' ενικ. | αδιαβροχοποίησε | θα αδιαβροχοποιήσει | να αδιαβροχοποιήσει | |||
α' πληθ. | αδιαβροχοποιήσαμε | θα αδιαβροχοποιήσουμε | να αδιαβροχοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αδιαβροχοποιήσατε | θα αδιαβροχοποιήσετε | να αδιαβροχοποιήσετε | αδιαβροχοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αδιαβροχοποίησαν αδιαβροχοποιήσαν(ε) |
θα αδιαβροχοποιήσουν(ε) | να αδιαβροχοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδιαβροχοποιήσει | είχα αδιαβροχοποιήσει | θα έχω αδιαβροχοποιήσει | να έχω αδιαβροχοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδιαβροχοποιήσει | είχες αδιαβροχοποιήσει | θα έχεις αδιαβροχοποιήσει | να έχεις αδιαβροχοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδιαβροχοποιήσει | είχε αδιαβροχοποιήσει | θα έχει αδιαβροχοποιήσει | να έχει αδιαβροχοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδιαβροχοποιήσει | είχαμε αδιαβροχοποιήσει | θα έχουμε αδιαβροχοποιήσει | να έχουμε αδιαβροχοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδιαβροχοποιήσει | είχατε αδιαβροχοποιήσει | θα έχετε αδιαβροχοποιήσει | να έχετε αδιαβροχοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδιαβροχοποιήσει | είχαν αδιαβροχοποιήσει | θα έχουν αδιαβροχοποιήσει | να έχουν αδιαβροχοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδιαβροχοποιούμαι | αδιαβροχοποιούμουν | θα αδιαβροχοποιούμαι | να αδιαβροχοποιούμαι | αδιαβροχοποιούμενος | |
β' ενικ. | αδιαβροχοποιείσαι | αδιαβροχοποιούσουν | θα αδιαβροχοποιείσαι | να αδιαβροχοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | αδιαβροχοποιείται | αδιαβροχοποιούνταν | θα αδιαβροχοποιείται | να αδιαβροχοποιείται | ||
α' πληθ. | αδιαβροχοποιούμαστε | αδιαβροχοποιούμασταν αδιαβροχοποιούμαστε |
θα αδιαβροχοποιούμαστε | να αδιαβροχοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | αδιαβροχοποιείστε | αδιαβροχοποιούσασταν αδιαβροχοποιούσαστε |
θα αδιαβροχοποιείστε | να αδιαβροχοποιείστε | αδιαβροχοποιείστε | |
γ' πληθ. | αδιαβροχοποιούνται | αδιαβροχοποιούνταν | θα αδιαβροχοποιούνται | να αδιαβροχοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδιαβροχοποιήθηκα | θα αδιαβροχοποιηθώ | να αδιαβροχοποιηθώ | αδιαβροχοποιηθεί | ||
β' ενικ. | αδιαβροχοποιήθηκες | θα αδιαβροχοποιηθείς | να αδιαβροχοποιηθείς | αδιαβροχοποιήσου | ||
γ' ενικ. | αδιαβροχοποιήθηκε | θα αδιαβροχοποιηθεί | να αδιαβροχοποιηθεί | |||
α' πληθ. | αδιαβροχοποιηθήκαμε | θα αδιαβροχοποιηθούμε | να αδιαβροχοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | αδιαβροχοποιηθήκατε | θα αδιαβροχοποιηθείτε | να αδιαβροχοποιηθείτε | αδιαβροχοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | αδιαβροχοποιήθηκαν αδιαβροχοποιηθήκαν(ε) |
θα αδιαβροχοποιηθούν(ε) | να αδιαβροχοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αδιαβροχοποιηθεί | είχα αδιαβροχοποιηθεί | θα έχω αδιαβροχοποιηθεί | να έχω αδιαβροχοποιηθεί | αδιαβροχοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις αδιαβροχοποιηθεί | είχες αδιαβροχοποιηθεί | θα έχεις αδιαβροχοποιηθεί | να έχεις αδιαβροχοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αδιαβροχοποιηθεί | είχε αδιαβροχοποιηθεί | θα έχει αδιαβροχοποιηθεί | να έχει αδιαβροχοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αδιαβροχοποιηθεί | είχαμε αδιαβροχοποιηθεί | θα έχουμε αδιαβροχοποιηθεί | να έχουμε αδιαβροχοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αδιαβροχοποιηθεί | είχατε αδιαβροχοποιηθεί | θα έχετε αδιαβροχοποιηθεί | να έχετε αδιαβροχοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αδιαβροχοποιηθεί | είχαν αδιαβροχοποιηθεί | θα έχουν αδιαβροχοποιηθεί | να έχουν αδιαβροχοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιαβροχοποιώ
|