Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδιάβροχο τα αδιάβροχα
      γενική του αδιάβροχου των αδιάβροχων
    αιτιατική το αδιάβροχο τα αδιάβροχα
     κλητική αδιάβροχο αδιάβροχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάβροχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αδιάβροχος
 
Ποδηλάτης με αδιάβροχο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδιάβροχο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αδιάβροχο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αδιάβροχος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αδιάβροχος