↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακέρωτος η ακέρωτη το ακέρωτο
      γενική του ακέρωτου της ακέρωτης του ακέρωτου
    αιτιατική τον ακέρωτο την ακέρωτη το ακέρωτο
     κλητική ακέρωτε ακέρωτη ακέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακέρωτοι οι ακέρωτες τα ακέρωτα
      γενική των ακέρωτων των ακέρωτων των ακέρωτων
    αιτιατική τους ακέρωτους τις ακέρωτες τα ακέρωτα
     κλητική ακέρωτοι ακέρωτες ακέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακέρωτος < α- (στερητικό) + κερώνω + -τος < κερί

  Επίθετο

επεξεργασία

ακέρωτος -η -ο

  1. ο μη αλειμμένος με κερί
     αντώνυμα: κερωμένος
  2. που δεν έχει πέσει πάνω του κερί, δεν έχει στάξει
  3. που θάφτηκε χωρίς να του διαβαστεί νεκρώσιμη ακολουθία (χωρίς να αναφτούν κεριά)
     συνώνυμα: άψαλτος
  4. που δεν έχει το χρώμα του κεριού
  5. αστίλβωτος, αγυάλιστος
    Όταν αγοράζουμε λεμόνια, αποφεύγουμε τα κερωμένα (τα οποία κατά κανόνα είναι εισαγόμενα). Είναι προτιμότερο να διαλέγουμε ακέρωτους καρπούς και μάλιστα βιολογικής γεωργίας. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία