ακέρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακέρωτος | η | ακέρωτη | το | ακέρωτο |
γενική | του | ακέρωτου | της | ακέρωτης | του | ακέρωτου |
αιτιατική | τον | ακέρωτο | την | ακέρωτη | το | ακέρωτο |
κλητική | ακέρωτε | ακέρωτη | ακέρωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακέρωτοι | οι | ακέρωτες | τα | ακέρωτα |
γενική | των | ακέρωτων | των | ακέρωτων | των | ακέρωτων |
αιτιατική | τους | ακέρωτους | τις | ακέρωτες | τα | ακέρωτα |
κλητική | ακέρωτοι | ακέρωτες | ακέρωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακέρωτος -η -ο
- ο μη αλειμμένος με κερί
- που δεν έχει πέσει πάνω του κερί, δεν έχει στάξει
- που θάφτηκε χωρίς να του διαβαστεί νεκρώσιμη ακολουθία (χωρίς να αναφτούν κεριά)
- που δεν έχει το χρώμα του κεριού
- αστίλβωτος, αγυάλιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακέρωτος