αγυάλιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αγυάλιστος
- που δεν τον έχουν γυαλίσει
- μην πας στη δουλειά με τα παπούτσια σου αγυάλιστα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγυάλιστος