Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστίλβωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστίλβωτ
ος
η
αστίλβωτ
η
το
αστίλβωτ
ο
γενική
του
αστίλβωτ
ου
της
αστίλβωτ
ης
του
αστίλβωτ
ου
αιτιατική
τον
αστίλβωτ
ο
την
αστίλβωτ
η
το
αστίλβωτ
ο
κλητική
αστίλβωτ
ε
αστίλβωτ
η
αστίλβωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστίλβωτ
οι
οι
αστίλβωτ
ες
τα
αστίλβωτ
α
γενική
των
αστίλβωτ
ων
των
αστίλβωτ
ων
των
αστίλβωτ
ων
αιτιατική
τους
αστίλβωτ
ους
τις
αστίλβωτ
ες
τα
αστίλβωτ
α
κλητική
αστίλβωτ
οι
αστίλβωτ
ες
αστίλβωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστίλβωτος
<
α-
στερητ. +
στιλβώνω
Επίθετο
επεξεργασία
αστίλβωτος, -η, -ο
ο μη στιλβωμένος,
αγυάλιστος
αστίλβωτα
κεραμικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστίλβωτος