Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυαλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γυαλισμέν
ος
η
γυαλισμέν
η
το
γυαλισμέν
ο
γενική
του
γυαλισμέν
ου
της
γυαλισμέν
ης
του
γυαλισμέν
ου
αιτιατική
τον
γυαλισμέν
ο
τη
γυαλισμέν
η
το
γυαλισμέν
ο
κλητική
γυαλισμέν
ε
γυαλισμέν
η
γυαλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γυαλισμέν
οι
οι
γυαλισμέν
ες
τα
γυαλισμέν
α
γενική
των
γυαλισμέν
ων
των
γυαλισμέν
ων
των
γυαλισμέν
ων
αιτιατική
τους
γυαλισμέν
ους
τις
γυαλισμέν
ες
τα
γυαλισμέν
α
κλητική
γυαλισμέν
οι
γυαλισμέν
ες
γυαλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυαλισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γυαλίζω
Μετοχή
επεξεργασία
γυαλισμένος, -η, -ο
που τον έχουν
γυαλίσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυαλισμένος
αγγλικά
:
polished
(en)